- χελιδών
- -όνος, η, ΝΜΑ, και τ. αρσ. χελιδών, ὁ, Α(λόγιος τ.)1. το πουλί χελιδόνι2. το τριγωνικό κενό στο κάτω και οπίσθιο μέρος τής οπλής τού αλόγουαρχ.1. το μικρό τριγωνικό κενό στο οπίσθιο μέρος τού πέλματος τού σκύλου2. η μικρή κοιλότητα πάνω από την καμπή τού αγκώνα τού ανθρώπου3. το χελιδονόψαρο4. (κατά το λεξ. Σούδα) α) «χελιδὼν καὶ τῶν τὸ μόριον»β) «λέγεται δὲ χελιδὼν καὶ ἡ ναῡς ἡ τοὺς εἰς Μασσαλίαν διακομίσασα»5. (το αρσ.) άτομο που μιλάει βαρβαρική, ακατανόητη γλώσσα, βάρβαρος6. φρ. α) «χελιδόνος δίκην»(ως χαρακτηρισμός βαρβαρικών γλωσσών) ακατανόητος, ξένος (Αισχύλ.)β) «χελιδόνων μουσεῑα»i) λεγόταν για εκφράσεις και λόγους που περιείχαν πολλούς βαρβαρισμούς και είχαν ύφος κουραστικό και ασαφέςii) άτομο που εκφραζόταν με τον τρόπο αυτό (Αριστοφ.)7. παροιμ. φρ. «μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῑ» — ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη (Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ., σχηματισμένος με επίθημα -δών, που απαντά και σε άλλα ονόματα ζώων (πρβλ. ἀνθη-δών, τερη-δών). Η γρφ. τού ανθρωπωνυμίου ΧελιδFών στην επιγραφή τής Αιτωλίας παραμένει αμφβλ. και πρέπει μάλλον να θεωρηθεί εσφ., αφού το σύμπλεγμα -δF- είναι μοναδικό στην Ελληνική και μπορεί να ερμηνευθεί μόνο ως ψευδοαρχαϊσμός. Συχνά η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ghel- «φωνάζω, θορυβώ» και συνδέεται με τον τ. κίχλη* «είδος ωδικού πτηνού» και τα γερμ. Νachtigall, αγγλ. nightingale «αηδόνι». Επικρατέστερη, ωστόσο, θεωρείται η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το αντίστοιχο λατ. hirundō, μαζί με το οποίο αποτελούν παρλλ. δάνεια άγνωστης προέλευσης. Ορισμένοι, εξάλλου, υποστηρίζουν ότι οι δύο τ. έχουν σχηματιστεί με ανομοίωση, το μεν χελιδών < *χενινδFων, το δε hirundō < *hinundō. Τέλος, η σύνδεση τής λ. με το ασσυρ. hinundu ή ακκαδ. sinuntu «χελιδόνι» δεν θεωρείται αρκετά πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.